- περιωδύνῳ
- περιώδυνοςexceeding painfulmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιωδυνώ — (I) άω, ΜΑ [περιώδυνος] αισθάνομαι πολύ ισχυρό πόνο. (II) έω, Α [περιώδυνος] 1. αισθάνομαι ισχυρό πόνο 2. προκαλώ ισχυρό πόνο … Dictionary of Greek
περιοδυνώμαι — άομαι, Α περιωδυνῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀδυνῶ «θλίβω»] … Dictionary of Greek